- γαλλικόν
- γαλλικόςgeldedmasc acc sgγαλλικόςgeldedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερεοτυπώνω — Ν 1. κατασκευάζω στερεοτυπική πλάκα 2. εκτυπώνω κάτι με τη μέθοδο τής στερεοτυπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνο γαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek